Sternodynie
Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:
sternodinie — STERNODINÍE s.f. (med.) Sternalgie. [gen. iei. / < fr. sternodynie]. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DN STERNODINÍE s. f. sternalgie. (< fr. sternodynie) Trimis de raduborza, 15.09.2007. Sursa: MDN … Dicționar Român
στερνωδυνία — και εσφ. τ. στερνοδυνία, η, Ν άλγος στο στέρνο και μάλιστα στην οπίσθια πλευρά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sternodynie (< στέρνον + οδύνη + ία)] … Dictionary of Greek