Chartiatĭcum

Chartiatĭcum

Chartiatĭcum (lat.), 1) (röm. Ant.), Abgabe, von den Papierhändlern entrichtet; 2) Papiergeld; 3) Stempelpapier.


Pierer's Lexicon. 1857–1865.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαρτιατικόν — και χαρτατικόν, τὸ, Μ 1. φόρος τού χαρτιού 2. πληρωμή για την έκδοση δημόσιου εγγράφου ή για τον μισθό υπαλλήλου 3. στον πληθ. τὰ χαρτιατικά και χαρτατικά χρήματα για χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. chartiaticum (< χάρτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”